- ἀστρολογικῶν
- ἀστρολογικόςoffem gen plἀστρολογικόςofmasc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διαύγιον — διαύγιον, το (Α) 1. υποκορ. τού διαύγεια, μικρή τρύπα, φεγγίτης 2. (ειδ.) τρύπα σε οχύρωμα κατάλληλη για κατόπτευση (Πρόκλ., Υποτύπωσις Αστρολογικών θέσεων) … Dictionary of Greek
πρισκιλλιανιστές — οι / πρισκιλλιανισταί, ΝΑ αιρετικοί τού 4ου μ.Χ. αιώνα, οπαδοί τού Πρισκιλλιανού, τού οποίου η διδασκαλία είχε διαδοθεί στην Ισπανία, στη Γαλλία και στην Ιταλία και αποτελούσε σύνθεση στοιχείων τών δυαλιστικών ασκητικών τάσεων τού μανιχαϊσμού και … Dictionary of Greek
σολομωνική — Βιβλίο με διάφορες οδηγίες για την άσκηση της μαγείας και την καθυπόταξη των δαιμόνων και των πνευμάτων. Το βιβλίο αυτό, του οποίου υπάρχουν πολλές εκδόσεις, πολλοί το θέλουν έργο του Σολομώντα, βασιλιά του Ισραήλ, ο οποίος, σύμφωνα με κάποια… … Dictionary of Greek
Μπρούνο, Τζορντάνο — (Giordano Bruno, Νόλα 1548 – Ρώμη 1600). Ιταλός φιλόσοφος. Το βαπτιστικό του όνομα ήταν Φιλίπο, αλλά έλαβε το όνομα Τζορντάνο όταν, σε ηλικία δέκα οχτώ ετών, μπήκε σε μοναστήρι Δομινικανών στη Νάπολη. Πνεύμα ανήσυχο, φύση ορμητική και μαχητική,… … Dictionary of Greek
Νοστράδαμος — (Nostradamus, Σεν Ρεμί, Προβηγκία 1503 – Σαλόν 1566). Εκλατινισμένο όνομα του Γάλλου γιατρού και αστρολόγου Michel de Nostredame. Σπούδασε με λαμπρή επιτυχία ιατρική στο Μονπελιέ και άσκησε με πολλή σοβαρότητα το ιατρικό επάγγελμα, αφοσιώθηκε… … Dictionary of Greek